Γιάννης Κωνσταντινίδης ΄05: Αισθάνομαι τυχερός για τις αρχές που πήρα από το σχολείο μου…

Γιάννης Κωνσταντινίδης ΄05: Αισθάνομαι τυχερός για τις αρχές που πήρα από το σχολείο μου…

Το σχολείο μου με βοήθησε να ανοίξω τους ορίζοντές μου, να αναγνωρίσω τα όριά μου και να τα ξεπεράσω.

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης αποφοίτησε από τα Εκπαιδευτήρια Ε. Μαντουλίδη το 2005 και συνέχισε τις προπτυχιακές του σπουδές στις ΗΠΑ, στη Βοστόνη, στο Πανεπιστήμιο Harvard, όπου σπούδασε Χημεία και δευτερευόντως στη Δημόσια Υγεία και Πολιτική. Με την ολοκλήρωση των προπτυχιακών του σπουδών έμεινε για ένα χρόνο στη Βοστόνη, όπου έκανε έρευνα στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Harvard για τη βία στο επίπεδο των παιδιών.

Στη συνέχεια σπούδασε Ιατρική στη Mount Sinai Medical Center στη Ν. Υόρκη για 4 χρόνια, ενώ ταυτόχρονα ασχολήθηκε και με την έρευνα για ένα χρόνο, την οποία χρηματοδότησε ο Σύλλογος Νεφρολόγων της Αμερικής. Η συγκεκριμένη έρευνα αφορούσε νεφροπαθείς που ταυτόχρονα έπασχαν και από τον ιό του AIDS. Παρέμεινε στο Mount Sinai Medical Center, όπου έκανε την ειδικότητα της Γενικής Παθολογίας για 3 χρόνια και ταυτόχρονα ασχολήθηκε και με την έρευνα. Ο τομέας αυτός τον κέρδισε και, πιο συγκεκριμένα, τον κέρδισε η ειδικότητα της Πνευμονολογίας και της Εντατικολογίας.

Μετά την ολοκλήρωση της ειδικότητάς του έφυγε με τη σύζυγό του και πήγε στο Pittsburgh, στο δυτικό άκρο της Πενσυλβάνια, στο ομώνυμο Πανεπιστήμιο και εξειδικεύτηκε στον τομέα της Πνευμονολογίας - Εντατικολογίας και, πλέον, εργάζεται ως εντατικολόγος - πνευμονολόγος και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Pittsburgh. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας πέρασε πολύ καιρό σε εντατικές και πνευμονολογικές μονάδες κουράροντας ανθρώπους που έπασχαν από covid-19.

Το πρώτο και τελευταίο σκονάκι…

Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι το πρώτο και τελευταίο σκονάκι που έκανα στη ζωή μου, όντας μαθητής δημοτικού. Επηρεασμένος από ένα βραζιλιάνικο παιδικό σίριαλ, το «Καρουζέλ», όπου ένα παιδάκι έκανε σκονάκι στο σχολείο, αποφάσισα να το κάνω κι εγώ, αν και ήμουν διαβασμένος. Με «έπιασε» η δασκάλα μου με το σκονάκι, μου ζήτησε να ανέβω στον πίνακα, για να πω το μάθημα, το οποίο ήξερα, και, όταν με ρώτησε για ποιο λόγο το έκανα, της απάντησα ότι το έκανε και ο Παμπλίτο στο «Καρουζέλ». Και ήταν λογικό η δασκάλα μου να αναρωτηθεί αν έχω κάτι ή αν είμαι πολύ ευάλωτος στα βραζιλιάνικα σίριαλ.

Η σχέση με τους δασκάλους.

Η σχέση με τους δασκάλους ήταν πολύ καλή. Θυμάμαι από το Δημοτικό την κ. Κουνή, η οποία ήταν αυστηρή αλλά και «to the point» και «κάνε τη δουλειά σου». Από το Γυμνάσιο και το Λύκειο είναι πληθώρα δασκάλων και καθηγητών και δεν μπορώ να ονομάσω τον καθένα ξεχωριστά. Θα αναφέρω όμως τον Ε. Αργυριάδη για τα μαθηματικά που μου έμαθε και τον Θ. Αρετάκη, που με έκανε να αγαπήσω τη Χημεία. Επίσης, ξεχωριστή ήταν η σχέση με τους δασκάλους και τους καθηγητές των αγγλικών και κατά βάση όσων ήταν στο τμήμα των bilingual, γιατί μου επέτρεψαν ή μου επέβαλαν να μάθω αγγλικά αρκετά καλά και χρόνια αργότερα και στο προπτυχιακό και στο μεταπτυχιακό -ζώντας πλέον στην Αμερική- να αναγνωρίσω πόση χρήσιμη ήταν εκείνη η περίοδος για μένα. Κατάφεραν όχι απλώς να μου μάθουν την αγγλική γλώσσα αλλά και τον τρόπο σκέψης και την κουλτούρα των Αμερικανών.

Δεν ήταν εύκολη η απόφαση να φύγω σε μικρή ηλικία για σπουδές στις ΗΠΑ. Αλλά δεν το μετανιώνω.

Δεν είναι ακριβώς η απόφασή σου τότε. Ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο η δική σου απόφαση. Πρόκειται για μία περίοδο που εσύ ουσιαστικά έχεις ζήσει στην Ελλάδα, επωφελείσαι από το πρόγραμμα προετοιμασίας για σπουδές σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ που σου προσφέρει το σχολείο σου, αλλά είναι μία απόφαση δική σου και της οικογένειάς σου. Σίγουρα ούτε για μένα ούτε για την οικογένειά μου ήταν εύκολη η απόφαση να μετατρέψουμε την πορεία ζωής μου. Δεν αναφερόμαστε μόνο στην εκπαίδευση και την επαγγελματική καριέρα αλλά και στην τεράστια απόσταση ανάμεσα στο «παραμένω στην Ελλάδα» και στο «φεύγω στην Αμερική», στην ηλικία των 18 χρόνων. Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους που βρισκόμουν στο Harvard υπήρξαν πολλές μέρες που η σκέψη ήταν «ναι μεν, ωραίο campus, έξυπνοι άνθρωποι, πολύ καλοί καθηγητές και εκπαιδευτικοί, αλλά από την άλλη μεριά δεν είναι εδώ η οικογένειά μου, οι φίλοι μου ούτε κάποια γνώριμα στοιχεία από την ελληνική καθημερινότητα». Οπότε, αν και είχα κάποια σκαμπανεβάσματα στην αρχή, δεν πήρα μία απόφαση την οποία τελικά την μετανιώνω στο διηνεκές. Επίσης, όταν έφυγα από την Ελλάδα και ήρθα στην Αμερική, -είχα δώσει τις Πανελλαδικές εξετάσεις, είχα περάσει Ιατρική στο ΑΠΘ- δεν είχα σκοπό να κάνω Ιατρική. Σίγουρα υπάρχουν στιγμές που μετάνιωσα για την επιλογή να φύγω από την πατρίδα μου και ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεως, είτε προσωπικής είτε οικογενειακής. Τότε είναι που σκέφτεσαι «τι θα γινόταν αν είχα μείνει στην Ελλάδα ή αν επέστρεφα». Αυτές είναι περίοδοι που κάνω αυτές τις σκέψεις. Εν κατακλείδι, δεν θα έλεγα ότι μετάνιωσα γι’ αυτήν την επιλογή. Άλλωστε παίζει ρόλο και το ότι έχω δημιουργήσει τη δική μου οικογένεια εδώ, πια. Είμαι παντρεμένος, έχω δύο γιους. Οπότε δεν θα μπορούσα να πω ότι μετανιώνω για όλα αυτά που μου έχει προσφέρει η μετακίνησή μου εδώ, όχι μόνο στον επαγγελματικό τομέα αλλά και σε επίπεδο οικογενειακής και κοινωνικής αποκατάστασης.

Αισθάνομαι τυχερός για τις αρχές που πήρα από το σχολείο μου…

Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που μου πρόσφερε το σχολείο μου και συνολικά αθροίζονται στο ότι μου επέτρεψε και με προέτρεψε να ανοίξω τους ορίζοντές μου, να αναγνωρίσω τα όριά μου και να τα σπρώξω ακόμα περισσότερο. Αυτό το έχω ως αρχή, παράλληλα με τη θέληση και την κατανόηση ότι η σκληρή δουλειά είναι απαραίτητη και επί το πλείστον ανταμείβεται. Όλες αυτές τις αρχές, οι οποίες ξεκινάνε από τα προηγούμενα χρόνια, τις χρησιμοποιώ και ως ερευνητής και ως γιατρός. Έχοντας περάσει πολλά χρόνια και πολλές ώρες καθημερινά στο σχολείο μου, στα Εκπαιδευτήρια Ε. Μαντουλίδη, αισθάνομαι τυχερός που είχα όλα αυτά τα εφαλτήρια από πολύ νωρίς.

Πάντα υπάρχει η σκέψη της επιστροφής στην Ελλάδα.

Η σκέψη επιστροφής -και αν όχι στην Ελλάδα, τουλάχιστον στην Ευρώπη- υπάρχει πάντα, ώστε να είμαι πιο κοντά και σε φίλους αλλά και σε όλα τα μέλη της οικογένειάς μου, τα οποία βρίσκονται στην Ελλάδα. Η εύκολη απάντηση λοιπόν στην ερώτηση είναι «ναι, σκέφτομαι να επιστρέψω πίσω». Όσον αφορά την Ιατρική και την ερευνητική δραστηριότητά μου προσανατολίζομαι περισσότερο στην Ευρώπη και όχι Ελλάδα, γιατί στη χώρα μας δεν υπάρχουν ιδανικές υποδομές για έρευνα. Η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά έχουν επιταχυνθεί ως σκέψεις και προοπτικές κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Στην πρώτη γραμμή: Σε ΜΕΘ την περίοδο της πανδημίας

Ναι, στην πρώτη γραμμή, σε νοσοκομείο της Αμερικής και, μάλιστα, σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και Πνευμονολογίας. Οπότε πραγματικά στην πρώτη - πρώτη γραμμή. Όσον αφορά το τι κέρδισα και το τι έχασα, σ΄ έναν βαθμό σκλήρυναν πολλοί άνθρωποι λόγω των περιστατικών που έχουμε βιώσει. Οι περισσότεροι άνθρωποι -και εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση σ΄ αυτό- αναγκάζονται να αποκτήσουν ένα ψυχολογικό και συναισθηματικό στήριγμα για τη δική τους προστασία. Αυτό κάποιος μπορεί να το πει και ως θετικό και ως αρνητικό, σίγουρα όμως είναι απαραίτητο σε κάποιο βαθμό. Το άλλο που χάσαμε είναι ότι πιστεύαμε κακώς ότι η δουλειά που κάνουμε είναι απόλυτα σεβαστή και αποδεκτή από τους μη υγειονομικούς.

Αυτό που κερδίσαμε είναι μία μεγαλύτερη αναγνώριση και εμπιστοσύνη στην Επιστήμη. Χρησιμοποιώ το κεφαλαίο Ε και για τον τρόπο σκέψης και για τον τρόπο διαμόρφωσης και πειραματισμού και έρευνας, η οποία μπόρεσε μέσα σε μήνες, χρησιμοποιώντας κάποιες γνώσεις, οι οποίες υπήρχαν εκ των προτέρων, να σχεδιάσει, να μελετήσει και να παράγει και εμβόλια και φαρμακευτικές ουσίες για την άμεση αντιμετώπιση νοσούντων.

Τέλος, θα έλεγα ότι ένα πράγμα που κερδίσαμε και χάσαμε πολλοί από εμάς είναι οι σχέσεις με άλλους ανθρώπους που γνωρίζαμε. Κερδίσαμε και χάσαμε όλοι σε κάποιο βαθμό στοιχεία ανθρωπισμού και, εφόσον δεν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση στο διηνεκές, που ελπίζω και εύχομαι γι αυτό, να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα στοιχεία ως γνώσεις και εμπειρίες, για να αλλάξουμε τον τρόπο που ζούμε.

Η Ιατρική μετά την Πανδημία.

Το αν θα αλλάξει η Ιατρική μετά την Πανδημία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το πόσο τα μαθήματα που πήραμε τα τελευταία δύο χρόνια τα κρατήσουμε ή τα πετάξαμε στον δρόμο.

Είναι ίσως μία από τις πρώτες ασθένειες που έχοντας αγγίξει όλο τον κόσμο και έχοντας ουσιαστικά αποδείξει ότι έχει επιπτώσεις σε κάθε κομμάτι της υγείας μας, έχει κάνει απαραίτητες τις συνεργασίες ανθρώπων από όλους αυτούς τους τομείς.  Αυτό είναι πολύ θετικό, γιατί ο καθένας μας φέρνει έναν δικό του τρόπο σκέψης και συνδυάζοντας όλους αυτούς τους διαφορετικούς τρόπους σκέψης πιθανώς να ερχόμαστε και πιο κοντά σ’ αυτό που λέμε αλήθεια με τον φιλοσοφικό – αρχαιοελληνικό τρόπο.

Σ΄ ένα βήμα μετά από αυτό είναι κατά πόσο θα παραμείνει η όποια αναγνώριση υπάρχει της Ιατρικής ή οποιονδήποτε άλλων Επιστημών Υγείας (Βιοιατρική, Δημόσια Υγεία). Στον τομέα μάλιστα της Δημόσιας Υγείας οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε τα μαθήματα που έχουμε διδαχτεί ως τώρα, για να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόμαστε όσον αφορά τις πανδημίες. Να υπάρχουν περισσότεροι πόροι, οι οποίοι δίνονται, για να χτίσουμε ένα σύστημα δημόσιας υγείας, υγειονομικής, που να είναι ουσιαστικά μπροστάρηδες και να μην χρειάζεται να κυνηγάμε στα μεθεόρτια, για να βρούμε τη λύση στα διάφορα ζητήματα.

Αλλά ουσιαστικά η Ιατρική προχωράει, οπότε θα συνεχίσουμε να κουράρουμε ασθενείς. Το θέμα είναι πόσο αυτά που μάθαμε λόγω της πανδημίας θα τα χρησιμοποιήσουμε ή θα είναι πράγματα τα οποία θα ξαναπιάσουμε και θα χρησιμοποιήσουμε στην επόμενη πανδημία που θα συμβεί. Και ελπίζω αυτό να το αποφύγουμε.